μεσονυκτίου

μεσονυκτίου
μεσονύκτιον
of
neut gen sg
μεσονύκτιος
of
masc/fem/neut gen sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • ήλιος του μεσονυκτίου — Όρος με τον οποίο εκφράζεται, με κάπως ποιητικό τρόπο, η 24ωρη παρουσία φωτός στις δύο πολικές περιοχές της Γης επί έξι ολόκληρους μήνες κάθε χρόνο. Ο ήλιος του μεσονυκτίου, όπως φαίνεται από το Μπόντε της Νορβηγίας …   Dictionary of Greek

  • Biblical Sabbath — For other uses, see Shabbat, seventh day Sabbath, and first day Sabbath. Contents 1 Textual tradition 1.1 Tanakh 1.1.1 Law …   Wikipedia

  • μεσονυκτικό(ν) — το (Μ μεσονυκτικόν και μεσανυκτικόν και μεσανυχτικόν και μισονυχτικό) εκκλησιαστική ακολουθία που διαβάζεται καθημερινά, ιδίως στα μοναστήρια, κατά τα μεσάνυχτα μσν. 1 η ώρα τού μεσονυκτίου, τα μεσάνυχτα 2. (ως επίρρ.) κατά τη διάρκεια τού… …   Dictionary of Greek

  • Νορβηγία — Κράτος της βόρειας Ευρώπης, στη Σκανδιναβία. Συνορεύει Α με τη Σουηδία, ΒΑ με τη Φινλανδία και τη Ρωσία, Β βρέχεται από τη θάλασσα Μπάρεντς και Δ από τον Ατλαντικό ωκεανό.H Ν. (της οποίας η ονομασία, Nόργκε ή Nοργκ σημαίνει δρόμος του βορρά),… …   Dictionary of Greek

  • μεσάνυχτα — τα 1. (με άρθρ. ή χωρίς άρθρ.) επίρρ. κατά την ώρα τού μεσονυκτίου («μάς ήρθε μεσάνυχτα, ζαλισμένος μάλιστα») 2. το μέσο τής νύχτας, η 12η νυκτερινή ώρα, το μεσονύχτι («αρματωμένους καβαλλάρηδες που τα μεσάνυχτα περνούν», δημ. τραγούδι) 3. (κατ… …   Dictionary of Greek

  • μεσονυχτίς — επίρρ. κατά τη διάρκεια τού μεσονυκτίου, κατά τα μεσάνυχτα («μη δεν πετούσε αληθινά μεσονυχτίς σιμά του το φτερωτό σου τ όνειρο», Γρυπ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < μεσόνυχτο + επιρρμ. κατάλ. ίς* (πρβλ. αποβραδ ίς)] …   Dictionary of Greek

  • μεσονύκτιο — και μεσονύχτι, το (ΑM μεσονύκτιον και μεσανύκτιον, Μ και μεσονύχτιον) το μέσο τής νύχτας, η δωδέκατη νυκτερινή ώρα, τα μεσάνυχτα («καὶ ἐκοιμήθη Σαμψὼν ἕως μεσονυκτίου», ΠΔ) νεοελλ. 1. (ειδικά στην αλληγορική φρασεολογία τών τεκτόνων) το τέρμα τής …   Dictionary of Greek

  • Δαράκη, Ζέφη — (Αθήνα 1939 –). Βιβλιοθηκάριος και λογοτέχνης. Σταδιοδρόμησε ως βιβλιοθηκάριος της βιβλιοθήκης του δήμου Αθηναίων, ενώ παράλληλα ασχολήθηκε με τη λογοτεχνία. Πολύ νωρίς, στις αρχές της δεκαετίας του 1960, άρχισε να δημοσιεύει ποιήματά της σε… …   Dictionary of Greek

  • Ζαννίνο — (Φανάρι 1922 – Αθήνα 1994). Καλλιτεχνικό ψευδώνυμο του ηθοποιού και χορευτή Γιάννη Παπαδόπουλου. Ο σχεδόν θηριώδης στην όψη αλλά πάντα χαμογελαστός Ζ. σπούδασε στη σχολή χορού Άγγελου Γριμάνη και εργάστηκε αρκετά χρόνια ως χορευτής πριν στραφεί… …   Dictionary of Greek

  • Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής — Επίσημη ονομασία: Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής Συντομευμένη ονομασία: ΗΠΑ (USA) Έκταση: 9.629.091 τ. χλμ Πληθυσμός: 278.058.881 κάτ. (2001) Πρωτεύουσα: Ουάσινγκτον (6.068.996 κάτ. το 2002)Κράτος της Βόρειας Αμερικής. Συνορεύει στα Β με τον… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”